σπέρνομαι

σπέρνομαι
σπέρνομαι, σπάρθηκα, σπαρμένος βλ. πίν. 119

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιδιοσπορούμαι — ἰδιοσποροῡμαι, έομαι (Α) [ιδιόσπορος] (για κτήμα) σπέρνομαι από τον ιδιοκτήτη …   Dictionary of Greek

  • πρωϊσπορούμαι — έομαι, Α [πρωΐσπορος] σπέρνομαι νωρίς, πρώιμα …   Dictionary of Greek

  • υποσπείρω — Α [σπείρω] 1. μτφ. διασπείρω κρυφά («τῶν λόγων τοῡ Πλάτωνος ἔστιν οὕστινας ὑποσπείροντος», Πλούτ.) 2. παθ. ὑποσπείρομαι (για την γη) σπέρνομαι κάτω από τα δέντρα …   Dictionary of Greek

  • χειμοσπορούμαι — έομαι, Α [χειμόσπορος] (για καρπό) σπέρνομαι κατά τον χειμώνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”